- αδαημοσύνη
- ἀδαημοσύνη, η (AM) [ἀδαήμων]έλλειψη πείρας ή γνώσης, απειρία, αδεξιότητα, αμάθεια, άγνοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδαημοσύνη — η απειρία, αμάθεια: Η αδαημοσύνη του σε καθετί που δε σχετιζόταν με τη δουλειά του ήταν εκπληκτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδαήμων — ἀδαήμων ( ονος), ον (Α) αυτός που δεν έχει γνώση για κάτι, αδαής, άπειρος, άμαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαήμων, «γνώστης», «έμπειρος». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀδαημοσύνη αρχ. ἀδαημονία] … Dictionary of Greek
αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… … Dictionary of Greek
πανδαημοσύνη — η παντογνωσία, παγγνωσία, γνώση τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαημοσύνη (< δαήμων < δαήμων «γνώστης»), πρβλ. αδαημοσύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο] … Dictionary of Greek